αλεπτολόγητος

αλεπτολόγητος
-η, -ο [λεπτολογώ]
αυτός που δεν λεπτολογήθηκε, δεν εξετάστηκε σχολαστικά, δεν ερμηνεύθηκε στις λεπτομέρειες του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλεπτολόγητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξετάστηκε, δεν ερευνήθηκε στις λεπτομέρειες: Το ζήτημα το είχαν αφήσει αλεπτολόγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”